Το βιβλίο της ζωής

Γράφει η Βέρα Ι.Φραντζή

“Ο αδερφός μου”

IMG_1847

Τα Σάββατα τα πρωινά η γιαγιά έρχεται κατά τις οχτώ, κούτσα κούτσα με το μπαστούνι της. Ξέρει πως μαζευόμαστε στο σαλόνι πριν πάμε για δουλειά. Ξεκινάει ιστορίες πάντα με αφορμή ότι δε πολυμιλάμε εμείς…

…Και ξέρεις τι δυνατό παλικάρι ήταν; Σφαίρα, ακόντιο, δίσκο; Όλα! Και λέγανε στη γειτονιά κάτι τρελοί γυμνάζονται στο ‘Αστρο. Πήγαινα και εγώ μαζί. Μικρό ήμουνα. Δέκα χρονώ. Και το ακόντιο και το δισκο μπορούσα να τα κουβαλήσω, αλλά τη σφαίρα δε την κατάφερνα. Βαριά ήτανε. Τόση δα ήμουνα. Μαζί του και δυο άλλα παλικάρια. Ο ένας έγινε καπετάνιος. Ο άλλος ο Βαγγέλης τι να έγινε;;; Μα ξέρεις τι παλικάρια! Με τα σορτσάκια και τις φανέλες στον Άγιο- Γιώργη γυμνάζονταν.

…Η μανα μου ήταν τετραπέρατη, κι ας είχε το εξόγκωμα στην πλάτη και πήγαινε σκυφτή και καμπούρα. Τότε με τις ηλικίες είχαν βάλει ενα χρόνο στον αδερφό μου… στην ταυτότητα. Πάει στη στρατολογία και τους λέει,

-Γιατι τον βάλατε το 15;;; Να πάει στρατιώτης ενα χρόνο μικρότερος; Δεν είναι το 15 γεννηθείς.

Και πάντα με κουβαλούσε. Όλα τα έχω δει. Φοβόταν η καημένη. Στην Κωνστανταντινούπολη τους πηγαίνανε στον Καύκασο και πεθάιναν όλοι. Χιόνι μονο βλέπανε. Δε γυρνούσε κανείς. Που να τον αφήσει να πάει; Της είχαν πεθάνει και όλα τα παιδιά. Μόνο εγώ της είχα μείνει και ο αδερφός μου. Το φυλλοκάρδι έτρεμε για εμάς τους δυό. Μάνα ήτανε.

Και φορούσε καπέλο και μαύρο κοστουμι, τα πετάκια άσπρα, πουκάμισο… Τα μαλλιά τους τόσο, τόσο τα είχαν… όχι πολυ κουρεμένα, τόσο. Παίρναν τα καβουράκια τους και τα φορούσαν στο δρόμο, γιατί ντρεπόντουσαν ολόκληρα παλικάρια. Γιατί ήταν πολυ κοντό το κούρεμα και δεν ήταν της μόδας. Βγαίνοντας φορούσαν πηλίκιο. Στου μάγειρα είχανε μια ντουλάπα, δίπλα τα κρεμούσανε.

Η κασετίνα του ήταν βελουδένια. Αυτά είχαν οι πολιτικοι μηχανικοί, αυτή ήταν η σπουδή του. Το κατάλαβες; Μολύβια, χάρακες! Αρχιτέκτονας! Με αυτά έφτιαχνε σπίτια, πολυκατοικίες… πολυτεχνείο ήταν! Και την νύχτα του΄ ρθε αιμόπτυση. Μάη αρρώστησε, Ιούνιο θα έπαιρνε πτυχίο. Και όταν πέθανε, έλεγε η μάνα μου “Τι να την κάνω αυτή την κασετίνα;”.

Το πτυχίο με άριστα θα το έβγαζε. Είχε δίκιο η μανα μου που τον έκλαψε. Για δέκα χρόνια δε με άφηνε να βγάλω τα μαύρα. Χηρίτσα με λέγανε στη γειτονιά. Στο τέλος, η κυρά-Βαϊκα της είπε “Κορίτσι παντρειάς είναι, μωρή Βασίλω, άστο κορίτσι να φορέσει χρωματιστά”…

γιαγιά δε θυμάται πια πως λέγανε τον αδερφό της. Μάλλον Αλέξανδρο. Καμαρώνει για τον αδερφό της. Η φωτογραφία είναι πραγματική. Την έχει φυλαγμένη κάτω από τις βαλίτσες της προίκας μου. Σκόνη δεν είχε. Ααα.. μόλις ήρθε. Ήρθε να μου πει…

…Πόσα χρόνια είχα να τη δω. Το χαμόγελο δεν έφευγε από το στόμα του. Τι γλυκό παιδί! Φυλαγμένη την είχα για να μην τη βλέπει η μάνα μου. Πού να αντέξει;! Σου άρεσε;

Leave a comment