Σαπφούς Σάπφειροι

Γράφει η Βέρα Ι.Φραντζή

Ταῖς κάλεσιν Ὅμμι τὦμον
οὐ διάμεπτον
ΣΑΠΦΩ

«… Δεν είμαστε παντρεμένες
Κανένας δεν ευλόγησε
Αυτή την ένωση Κανένας
Δε μας χάρισε κουζινικά…»
ALICE BLOCH

Η Λ. άνοιγε την πόρτα σαν να ντρεπόταν λίγο που χαλούσε την ησυχία του σπιτιού της. Κάθε βράδυ έμπαινε σαν ψίθυρος στο δωμάτιο της και θέλοντας ο χώρος να έρθει στην ηρέμηση που το’ χε βρει, έβγαζε τα ρούχα της δουλειάς, έπλενε τα χέρια και το πρόσωπο της με ένα βρεφικό σαπούνι και χωνόταν κάτω από το ελαφρύ σεντόνι με το ημερολόγιό της. Κατέγραφε κάθε λεπτομέρεια της καθημερινότητάς της για ένα αδιευκρίνιστο λόγο στις δικές της σκέψεις. Ίσως από κάποιο αυτάρεσκο κομπασμό. Ίσως επειδή δεν είχε κανέναν να μοιραστεί τις ώρες της ζωής της. Ήταν η μοναδική της παρέα το μελαχρινό κορίτσι με τα τριγωνικά ζυγωματικά, που κάθε μέρα μεγάλωνε ανεμπόδιστα μέσα στην πόλη. Κι αυτό εδώ το κενό γεμάτο από γράμματα στρογγυλά περιποιημένα χωρίς καμία προσποίηση.
Το ημερολόγιό της ήταν ένα απλό μπλε τετράδιο εκατοστἀφυλλο με πλαστικό εξώφυλλο του ενός ευρώ και τσακισμένες τις γωνίες από τη χρήση. Έγραφε με στιλό πάντα, ποτέ με μολύβι. Της προκαλούσε ανατριχίλα η αφή της ξυσμένης μύτης πάνω στο κενό φύλλο χαρτί.
Πήρε και σήμερα το τετράδιο στα χέρια της και το ξεφύλλισε λίγο μηχανικά. Έπεσε σε μια σελίδα με πολλή ανακατοσούρα και κάθισε να διαβάσει την ιστορία εκείνης της ημέρας. Σχεδόν θυμόταν το συναίσθημα, αν και είχαν περάσει μήνες από τότε…

«…ένα κορίτσι υπαρκτό… το συνάντησα σήμερα. Αλλά δεν ήταν κορίτσι, αυτή ήταν γυναίκα… γυναίκα ταλαιπωρημένη. Μα τι όμορφη γυναίκα! Γυναίκα που αναρωτιέσαι γιατί και πώς βρίσκεται εδώ τριγύρω ανάμεσά μας. Πάντα δεν ξενίζει μια σπουδαία ομορφιά μέσα σε χώρους θνητούς, βατούς, ανιαρούς; Δε φοβάσαι λίγο μην την αμαυρώσεις με την πίσσα της ρουτίνας, την στοιχειώσεις με αποκαΐδια στάχτης και τη σκεπάσεις με το χθες; Μα τι λέω;! Η ομορφιά είναι πάντα ομορφιά. Οπουδήποτε ομορφιά θα είναι, ακόμη και μέσα σε θανατερό περιβάλλον, μέσα από κουρασμένα βλέφαρα και σπασμένες ρυτιδούλες ανάμεσα σε σέπαλα φρύδια πυκνά. Εγώ αληθινά εκστασιάζομαι. Και κάποιος άλλος όταν την αντικρίζει το ίδιο και σαν λίγο να ναρκισσεύεται δίπλα της. Ότι δήθεν μπορείς να γίνεις μέρος της, αν είσαι κοντά της. Ότι κάτι μοιράζεσαι με αυτήν την ολόχαρη ανθρώπινη φύση σαν τη συζητήσεις με άλλους ή με τον ίδιο σου τον εαυτό.
Τη συναντάω μια φορά το μήνα. Είναι γυναίκα με φθηνό γούστο. Καλλωπίζεται ατημέλητα και απρόσεχτα. Νύχια σπασμένα, σκληρά και φθαρμένα μαλλιά, στωικά χείλη γεμάτα, μάτια μουτζουρωμένα με μολύβι μαύρο ανάμεικτο με ιδρώτα μα σταθερά, πρασινωπά.
Τη σκέφτομαι που και που. Σκέφτομαι το παρουσιαστικό της. Γεμίζω γραμμές για τα χείλη της. Παιχνιδίζω σαν ηλιαχτίδα στο χνούδι του προσώπου της. Συνήθως για αγόρια γράφω τέτοια, που περνούν δίπλα μου ανήξερα. Τώρα αυτή έγινε το αντικείμενο του πόθου μου με τα αχειρίδωτα μπράτσα της σαν να σαλαγούν από πνοή αέρα αναπάντεχη, καθώς δουλεύει σβέλτα και κινείται πέρα δώθε κι γελά σχεδόν αδιάφορα σε αυτά που ακούει από την κυρία απέναντί της. Σαν καλοχρόνισμα κουνιέται το περισσευούμενο πουπουλένιο δέρμα. Με βάζει σε σκέψη περίεργη αυτή η κίνηση… πώς να είναι ο ρυθμός του σώματος αυτού, όταν θα κατακρημνίζεται από ηδονή σε ένα κρεβάτι με λιτό σκέπασμα υπόλευκο;
Μου μιλά στωικά και υποτονικά, βαριεστημένα. Τότε της ανοίγω το στόμα με τα δάχτυλά μου… πώς να γεμίσω το άπειρο με καύλα μόνο; Να δω το άρωμά της και να αγγίξω καρτερικά τα ομολογήματά της. Να πιέσω με το φοβερό αντίχειρα το χύμα του ερωτισμού της, μα και να σκαρφαλώσω σε ρώγες σκληρές και στα μισόκλειστα τα γυναικεία βλέμματα, που ρίχνει στον κόσμο από το παράθυρό της κάθε απόγευμα με ένα ποτήρι πικρό καφέ στο περβάζι. Και έπειτα, να χωνέψω τον ύπνο της πλάι μου.
Μετά, με σταματά τυχαία. Δυο λεπτάκια την ακούω. Δεν προφταίνω πολύ. Την κουβαλάω πάνω μου επιδεικτικά. Στον ώμο της σαν ημισέληνος τρίβεται αυτή εδώ η ιστορία και σύγκαμα λεσβιακού έρωτα φανερώνει. Την παρατάω εκεί στο κρεβάτι. Πισογυρίζω στην πραγματικότητα. Τώρα, στην αλήθεια μέσα βλέπω το τατουάζ της γλιτσιασμένο από θηλυκή επιρρέπεια.
Τι να αγαπά αυτή εδώ η γυναίκα σαν γυρνάει από το κεντρικό δρόμο με τα πόδια προς το σπίτι της και μια τσάντα με ξεφτισμένα κρόσσια μακριά, που μπλέκονται στα βαδίσματά της;
Ας φύγω από κοντά της τώρα. Φτάνουν οι γονατιστές παρακλήσεις από τον ανείπωτο το πόθο. Φτάνει και η γόμωση η εκρηκτική, που με κατακλύζει άφυλα σήμερα. Θα το επικρίνει και εκείνη. Ταίρι ούτε για μια βραδιά. Πώς να μου κάνει τη χάρη;…»
Η Λ. κλείνει το τετράδιο και το πετά στο πάτωμα. Της στιγμής καμώματα είναι αυτά. Τα φιμώνει στις γραμμές απόψε. Εκείνη δεν φοβάται από αυτές τις ορέξεις, όμως. Γνωρίζει πως δεν είναι πλασματικές σίγουρα, μα ξέρει πως φαντάζει φιντεϊσμός ο έρωτας αυτός, μα έτσι είναι το θέλω το σαρκικό… απερίφραστα ζωώδες και πέρα από τη συμβατικότητα μιας ορθολογικής νοοτροπίας. Ωραία ήταν που το ξαναδιάβασε. Κοιμήθηκε αμέσως σαν μικρό ανήμπορο παιδί στο σκοτάδι νομίζοντας πως δε φταίει η κούραση, μα για να κρύψει το περίεργα ενδιαφέρον παιχνίδι του εκεί που κανείς δεν καταφέρνει να το προδώσει.

Leave a comment