Το Σώμα Μετέωρο

Γράφει η Βέρα Ι. Φραντζή

11986413_10207007922187992_5765438849758214320_n

Όταν ο κύριος Λαδόπουλος μου ταχυδρόμησε «Το Σώμα Μετέωρο», μάλλον δεν είχε ιδέα ούτε ο ίδιος πως θα μου πρότεινε τελικά να πω δυο λόγια για το βιβλίο.

Του απάντησα πως ήταν βέβαια τιμή μου και πως θα μιλήσω περισσότερο για τα συναισθήματα μου, αυτό μου προκάλεσαν οι ιστορίες ως αναγνώστρια.

Αυτές οι αφηγήσεις που  γίνονται με την εξιστορηση σε δεύτερο πρόσωπο με ένα τόνο που δεν έχει την αποτρεπτική δόση της συμβουλής μα περισσότερο της συμπαράστασης, μπερδεμένη με αυτή την τριτοπρόσωπη αφήγηση του παρατηρητή, που είναι αρκετά ελκυστικό για έναν εναν αναγνώστη αντιδραστικό, όπως ειμαι εγώ.

Καθώς διάβαζα, έβλεπα τους ήρωες με όλη την υπόστασή τους να ντύνονται μπροστά μου με τα σοβαρά ρούχα του ’30, αυτά με τις ίσιες γραμμές που έχουν την επιβλήτικότητα του τότε και περπατούσαν μπροστά μου σαν να είναι γείτονες της πολυκατοικίας μου, πρόσωπα που συναντώ μέσα στα βαγόνια, ανθρώπους που βλέπω να απλώνουν τα ρούχα τους στις αυλές στα προσφυγικά, αξιοπρόσεκτοι διαβάτες που περνούν έξω από το παράθυρό μου. Και αυτό είναι και η ρίζα την οποία άρχισα να βρίσκω σκάβοντας με τις νύχια-λέξεις του συγγραφέα σε κάθε ιστορία, πίσω από το σκηνικό που είχε στηθεί. Οι ήρωες που γεννήθηκαν  σε μια στιγμή ενός πεπρωμένου και ακαθοδήγητοι φτάνουν δίπλα σου, σε σκουντάνε βιαστικοί στο δρόμο περνώντας το φανάρι ή πίνουν δίπλα σου ένα ζεστό ελληνικό καφέ καπνίζοντας.

12208572_10206999135048319_7456300343920570444_n

Η εναλλαγή εποχών είναι κάτι διάχυτο στο σκηνικό και στις συνομιλίες μεταξύ των ηρώων, οι πρωταγωνιστές βρίσκονται σε ένα διαρκές μπρος πίσω στο χρόνο, το οποίο όμως δεν γίνεται με καπλάζοντα τροπο, βιαστικό ή πρόχειρο αλλά με καταπληκτικη, ήσυχη μαεστρία. Δε ξέρεις ποτέ όταν αφήνεις την ιστορία, αν πέθαναν κάποια στιγμή και τελείωσαν οι περιπετειές τους, αν η τελευταία τους ανάσα βρέθηκε στον επίλογο του κάθε διηγήματος ή αν είναι εντελώς πραγματικοί και ζουν δίπλα μας, στο σήμερα. Κυρίως, αυτό διακρίνεται στους διαλόγους  όπως προανέφαρα αλλά και στην ιδιοσυγκρασία των λέξεων, στο ύφος των σκηνών, στην φωτογραφία των προφιλ των ανατριχιαστικών ανδρών και των αναγεννησιακών κοριτσιών που έχουν καθένα το μεριδιό τους σε αυτό το παραλήρημα, όπως και ο ίδιος του αρέσει να λεει για τον τρόπο που γράφει…

Γυναίκες και άντρες ελεύθεροι, με μια ιδιαιτερότητα όλοι τους, να μοιάζουν με αερικά λόγω της ελεύθερης φύσης τους. Τους αισθάνθηκα να αγαπούν τον εαυτό τους, όχι όμως αυτάρεσκα και εγωιστικά. Για αυτό και τους συμπάθησα και ήθελα να τους ακολουθήσω όπου με πήγαν ο καθένας. Έγινα μάρτυρας καθημερινών περιπλανήσεων, μα ξεκουράστηκα μέσα στις σκέψεις τους παρόλο το ποδοβολητό, γιατί ήταν φτιαγμένοι από το σήμερα με μια νοσταλγία για το χθες. Τη νοσταλγία που δεν είναι μελαγχολία μα συγκερασμός στοιχείων του παρελθόντος με το παρόν και νουθεσιών για το μέλλον. Μια αυτοβελτίωση από τη γνώση του παλιού για να προχωρήσουμε προς το νέο.

Φιλοτεχνημένοι σαν  από τον καλύτερο ζωγράφο. Όλοι έχουν γη και νερό και αέρα μεσα τους.

Οι γυναίκες δεν διαφέρουν από τους άντρες. Ένα μικρασιάτικο τσαγανό, που το έχω γνωρίσει και εγώ από τη γιαγιά μου με την αντίστοιχη ανοιχτή καρδιά που δεν έχει να απορροφήσει τίποτα, μονάχα να κεράσει και όχι να αποβάλλει βάρος. Ίσότιμοι άνθρωποι μπροστά σε μια ταχτοποίηση της ζωής τους από την τύχη την εύτηκτη και καλοδεμένη, συγχρόνως.

Για παράδειγμα η Νίτσα, η ηρωίδα του πρώτου διηγήματος, μια γυναίκα δυνατή που προσπαθώντας να απαλλαχτεί από το βάρος της σωματικής βίας που δέχεται από τον άνδρα της χώνεται στην ασφαλή αγκαλιά του πατέρα της. Αναζήτησε τον έρωτα ως γιατρικό μιας ανώμαλης πραγματικότητας, όμως αυτό αποδείχτηκε ένα απατηλό όνειρο. Ευτυχώς, όχι παιδικά απατηλό όνειρο, αφού ο ενήλικας που ψάχνει το παιδί μέσα του είναι ένα βάλσαμο για κάθε χειροπιαστό πρόβλημα, μεγάλο ή μικρό.

‘Το Σώμα Μετέωρο’ έχει διάθεση ιμπρεσιονιστική. Ανάμεσα στα σώματα τα άυλα που παρατηρούν τους εαυτούς τους με διάθεση να σωθουν, να τους καθησυχάσουν, να τους δικαιολογήσουν, θα βρούμε δραματικά στοιχεία που καταρρίπτουν την πραγματικότητα. Δεν ξέρεις πολλές φορές αν μισοκοιμούνται και πεταρίζουν τα βλέφαρά τους, τι συμβαίνει στα αλήθεια και πότε… είναι δύσκολο να το διακρίνεις, αλλά δεν ειναι και αυτό το ζητούμενο, νομίζω, γιατι εκεί βρίσκεται η ομορφιά του κειμένου… κάτι σαν αχρονία.

Ξετυλίγει μια γειτονιά. Δίπλα στον Νταή Παναή μένει ο Κ.Μ.Σμύρλης και ο χασάπης με τη Φούλα, τα αδέρφια με την αιμομικτική σχέση. Χαιριετιούνται και ζουν παράλληλα. Όλοι με ένα πικρό τέλος, θα μπορούσε να πει κανείς, που όμως ταυτόχρονα βρίσκουν έναν τρόπο να βγουν από τις φυλακές τους και τα προσωπικά δράματά τους.

11140270_10207018379689423_5329007464002057171_n

Τέλος, είναι και εντυπώσεις από τον κόσμο. Ένας ίλιγγος στην απτή άσφαλτο του δρόμου, στις μετεωρίσεις του μυαλού, ύψη και βάθη. Μια ισορροπημένη διελκυστίνδα που τραβάει πότε ο συγγραφέας πότε ο μύθος. Έχει μια ποιητική διάθεση και αυτό είναι ένας γενικό χαρακτηρισμός που θα μπορούσα να δώσω είναι, αν και μαγικά ρεαλιστικό. Ένα εγχειρίδιο ενός ανθρώπου που κοιτάει από κλειδαρότρυπα ένα όνειρο, που μισοαγγίζει την επιφάνεια ενός απάτητου μονοπατιού… τραχύ και γλυκό μαζί, ελαφρύ και με όγκο και μαθαίνει τη ζωή έτσι.

(Η παρουσίαση έλαβε χώρα στο μπαρ Poems’n’Crimes προχθές το απόγευμα. Μας τίμησαν πάρα πολλές γυναίκες διαφόρων ηλικιών και κάποιοι άνδρες. Ο κύριος Λαδόπουλος ήταν συντριπτικά ελκυστικός ομιλητής με «σκαμπανεβάσματα» στο σοβαρό και το αστείο. Η ομιλία του ήταν καταιγιστικά ευχάριστη. 

Θα σας το πρότεινα το βιβλίο, γιατί αφορά τις γυναίκες, το τώρα και πριν και ήταν τόσο ευκολόπιοτο… ένα παραμύθι για μεγάλους, μια ακατάστατη εξομολόγηση.)

Leave a comment